υπολήπτομαι

υπολήπτομαι
Ν
(αποθ.) σέβομαι, εκτιμώ κάποιον ιδιαιτέρως, έχω εξαιρετικά καλή γνώμη γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόληψις. Το ρ. μαρτυρείται από το 1837 στον Α. Ποθητό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπολήπτομαι — βλ. πίν. 12 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπολήπτομαι — μτβ., μόνο σε ενεστ. και πρτ., έχω σε υπόληψη, εκτιμώ κάποιον: Ο προϊστάμενός του πολύ τον υπολήπτεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιώμαι — ( άομαι) (Α αἰτιῶμαι) (αποθ.) θεωρώ κάποιον υπεύθυνο, τού καταλογίζω ευθύνη, μέμφομαι, κατηγορώ αρχ. 1. προσάπτω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, τόν ενοχοποιώ 2. (με καλή σημ.) αναγνωρίζω σε κάποιον καλή πρόθεση ή ιδιότητα, τόν τιμώ, τόν… …   Dictionary of Greek

  • λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… …   Dictionary of Greek

  • ξετιμώ — άω 1. καθορίζω την τιμή ενός πράγματος, αποτιμώ κάτι 2. εκτιμώ, υπολήπτομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ τιμῶ (αόρ. εξετίμησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • τίω — (I) Α 1. απονέμω τιμή σε κάποιον («Ἕκτωρ... οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς», Ομ. Ιλ.) 2. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («θεοὶ μάκαρες... δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.) 3. ορίζω την αξία ενός πράγματος, διατιμώ («μέγαν τρίποδ… …   Dictionary of Greek

  • τιμιώ — όω, Α [τίμιος] έχω κάποιον σε τιμή, σε υπόληψη, εκτιμώ, υπολήπτομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”